- άγαρμπος
- [агарбос] επ. неизящный, неуклюжий,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
άγαρμπος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συμμετρικές αναλογίες, άκομψος, ασουλούπωτος 2. αγροίκος, άξεστος, άχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + γάρμπο(ς), το < ιταλ. garbo (= χάρη, ευγένεια)] … Dictionary of Greek
άγαρμπος — η, ο (στερ. α+ιταλ. λ. γκάρμπο), επίρρ. α ακαλαίσθητος, άσχημος: Η όλη του εμφάνιση ήταν άγαρμπη. – Του μίλησε πολύ άγαρμπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άπλανος — η, ο 1. ο απλάνιστος 2. (για άνθρωπο) άκομψος, άγαρμπος, ασουλούπωτος … Dictionary of Greek
αγαρμπιά — η [άγαρμπος] η αγαρμποσύνη* … Dictionary of Greek
αγαρμποσύνη — η [άγαρμπος] έλλειψη κομψότητας, λεπτότητας … Dictionary of Greek
αναφρόδιτος — η, ο (Α ἀναφρόδιτος, ον) [Αφροδίτη] εκείνος που πάσχει από αναφροδισία νεοελλ. εκείνος που δεν έχει έλθει σε σαρκική επιμιξία αρχ. 1. άτυχος στον έρωτα 2. άγαρμπος, άχαρος, χωρίς θέλγητρα … Dictionary of Greek
άκομψος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι κομψός, ο άγαρμπος: Το ντύσιμό της είναι πολυτελές αλλά άκομψο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)